ΚΙΧ

Είμαι τώρα στο εστιατόριο μεσημέρι και τρώω, γίνεται χαμός, κάπου πέρα ένας παχιός μ΄ άσπρα μούσια και  τιράντες ροζ έχει πιει τις μπύρες του, έχει έρθει στο κέφι και φωνάζει, μάλλον με πολιτική αφορμή από προηγούμενη συζήτηση, εσύ, ε, εσύ, είσαι ευχαριστημένος; ε, εσύ είσαι ευχαριστημένη;  Στο μεταξύ εγώ βρίσκομαι στην άλλη άκρη στο ταμείο για το λογαριασμό να φύγω, όταν αυτός απευθύνεται και σε μένα, αν είμαι ευχαριστημένη, αλλά δεν κατάλαβα, γιατί δεν τον έβλεπα, όμως ακούω του λένε, είναι ελληνίδα.  Ελληνίδα;! τού κόβεται μαχαίρι το μεθύσι και η φωνή μαζί, μια βαριά σιωπή πλακώνει το χώρο, οδοντογλυφίδα να έπεφτε θ΄ακουγόταν.   Αυτή δεν είναι φυσιολογική βραζιλιάνικη συμπεριφορά. Υπό κανονικές συνθήκες ακολουθεί συνήθως ένα κουβεντολόι, μια επικοινωνία. Τώρα τίποτα, πάγος.  Κρατώ κι εγώ το ύφος, χαιρετώ, όπως χαιρετάνε στις κηδείες και αποχωρώ αγέρωχα.  Μέχρι να βρεθώ εκτός βολής δεν ακούγεται κιχ.  


ΘΕΡΜΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
προσφέρουμε μενού της ημέρας: φασόλια, ρύζι, μακαρόνια,




      πουρές, μοσχάρι μιλανέζ (!) ή μπουτάκι κοτόπουλου. πατάτες τηγανιτές

5 ρεάλια

 (αλλά έτσι όπως τό΄χουν γράψει είναι σαν να λέει "έχουμε ζεστή μπυρίτσα"!)

 


                                               

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟ

Όχι ρε Βαλεντίνε, δεν σε πιστεύω, δεν είσαι άγιος εσύ, τί είσαι δεν ξέρω, πάντως άγιος όχι, και βέβαια όχι του έρωτα, των αγορών είσαι, γιατί αν ήσουν σωστός δηλαδή κι όχι μια μούφα του μάρκετινγκ δεν θα τά ΄χες αφήσει έτσι τα πράγματα ξεκάρφωτα, να μας κάνει κουμάντο μια θείτσα σκέτη νέτη ανέραστη στη γιορτή σου την ευρωπαϊκιά, να τις τρως μόνος σου τις ελβετικές σοκολάτες κι εμείς να βαλαντώνουμε, να τρώμε χώμα, να χαθείς, να χάνεσαι ξενέρωτε.  

Πόσο θα μας πουλήσεις, βρε σιχαμένε, στο παζάρι το τομάρι μας, που το΄χεις εκεί τεντωμένο στα πέντε ξύλα να στεγνώσει σαν χταπόδι, να το ψήσεις να το καταπιείς αμάσητο και να σου κάτσει στο στομάχι, πρόσεχε καλά, γιατί δεν είναι μεζές, το τελευταίο κοτρώνι είναι και θα τα βγάλεις όλα μαζί κι όλα μαζί θα σε φάνε.  Κι αυτό δεν είναι καμιά προφητεία του Αγαθάγγελου αλλά η αλήθεια, που γνωρίζεις και φοβάσαι και μας κάνεις το ντούρο τώρα, γιατί το νιώθεις, πως έρχεται η ναυτία. 

Κι έτσι όπως αρχίζεις και ζαλίζεσαι παραγγέλνεις τους καμαρότους με τα κατρουγιάλια και τα χανουμάκια με τις βεντάλιες να σ΄εξυπηρετήσουν και δίνεις εντολή στ΄αμπάρια να βαράνε πιο γρήγορα τα τούμπανα και να κόβει ανελέητα το μαστίγιο στο ψαχνό, να τραβάν οι σκλάβοι τα κουπιά πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα κι όποιος ψοφάει να τον πετάνε στη θάλασσα άκλαφτο, γιατί σηκώνεται κόντρα το κύμα μα πρέπει να προλάβεις νά ΄σαι στην ώρα σου άψογος, γιατί έταξες στο πρόσωπο μπριγιάν και δείπνο επίσημο  με θέα το άγαλμα της ελευθερίας.   

Αλλά ας το ξέρεις βέβαια, εγώ θα στο θυμίσω, μην δεν το θυμηθείς, την ώρα που θα δεις να κάνει μάτι σ΄ άλλον,  ότι δεν αγοράζονται όλα. 

UPDATE:  Όχι μπριγιάν, το χρυσό της Κλυταιμνήστρας  ήτανε...

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΛΟΓΟ


ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ

ΣΚΗΝΗ:          ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΛΟΓΟΥ
ΠΡΟΣΩΠΑ:     ΣΚΟΤΕΙΝΑ

ΠΡΑΞΗ  ΜΙΑ ΚΑΙ Η ΑΥΤΗ


(Χτύποι)  Ανοίχτε, ρε, να βγούμεεεε!
Τί θα γίνει μ΄αυτόν τον μαλάκα, μάτι δεν κλείσαμε!
Ανοίχτε, ρεεεεεεεε!
Σκάσε, το στανιό σου, να κοιμηθούμε, έχουμε και δουλειά αύριο!
Ποιος έχει δουλειά;
Α- νοί- χτε!
Ξυπνάμε νωρίς, λέμε, θα το βουλώσεις, μην έρθω να στο βουλώσω εγώ;
Δεν θα κατεβείς στην πανελλαδική;
Α- νοί-χτεεεεε!
Καρπούζια ρε, φόνο θα κάνω, τώρα θα...
Α-γκ-χ...
Μη ρε παιδιά, δεν κάνει...
Πώωω, φίλε, είναι και στενά δω μέσα, τί΄ ν΄ τούτοι...
Ποιος άναψε τσιγάρο;  Θα πνιγούμε, βγες στο παράθυρο!
Ποιο παράθυρο;
Πίσω κει, την τρυπούλα! Γκφφ, δεν είπαμε, δεν καπνίζουμε μέσα;
Αααα, νάτος!
Ποιος;
Αυτός έξω!
Ποιος, δεν βλέπω!
Αυτός είναι σου λέω! Πώς βρέθηκε έξω;
Πιάσε την κάμερα!
Δεν έχω γωνία, μόνο τα πόδια του πιάνω!
Πώς είναι έξω αυτός;
Πλήρωσε ρε και βγήκε, τί πώς!
Πώς πλήρωσε! Αφού χρωστάει!
Εσύ χρωστάς!
Τίποτα δεν χρωστάω εγώ! Καθάρματα, κλέφτες!
Τον ψήφισες όμως!
Για να σε δω καλά, να σού πω τί ψήφισα!
Εγκώ, κύριο, όκι εμένα, εγκώ Αφγκάνι!
Τί θέλει εδώ ο μαύρος;
Όκι μαύρο, εγκώ Αφγκάνι!
Εδώ είναι Ελλάδα, ρε! Θα πεθάνεις!
Όκι, όκι, εγκώ μαρμαρά, μπάρκο Ιτάλια!
Το μάρμαρο, ρε, ποιος θα το πληρώσει! Ο γαμπρός μου...
Χέσε μας ρε πατριώτη με το γαμπρό σου, σκάστε πια δω μέσα να κοιμηθούμε!
Ναι, μωρέ, και πήρες όλη την κουβέρτα!
Τί πήρα, εγώ ΄χω το μπουφάν μόνο!
Ανάθεμα, όλα τά ΄χαμε, τι ψόφος είν΄αυτός;
Achtung!  Achtung!
Μη φτύνεις πάνω μου!
Ειδήσεις ακούω!
΄Ασε ρε, δε βάζεις κάνα χέρι ν΄ανάψουμε τη σόμπα!
Πού τα βρήκες τα ξύλα;
Γιατί καπνίζει έτσι; Πωωω, κάπνα...  τί καίτε πάλι...
Ο άρρωστος έριξε τα ομόλογα στη σόμπα!
Και τί ήθελες να κάνω; Βρες μου εσύ ξύλα!
Ξέρω εγώ ποιος τα κρύβει, αυτός εκεί ο μουλωχτός!
Εμένα λες;  Πρόσεχε καλά, γιατί εσένα σ΄έχω και σε βίντεο!
Όχι, τον άλλο δίπλα, έννοια σου όμως, κι οι δυο στο σκαμνί θα κάτσετε!
Α, καλό ρώτημα, πού πήγε το σκαμνί;
Ποιο σκαμνί, ρε, ο καθένας με τον πόνο του! Πάρτο χέρι σου, δεν έχει εδώ σκαμνιά!
Εδώ ήταν, το βράδι το φύλαξε η κυρά Σούλα! Ποιος αλήτης το πήρε;
Δεν πήρα γω κανένα σκαμνί, ξεφορτώσου με...
Άχρηστοι, το σκαμνί μωρέ, πώς θα ψήσει η κυρά Σούλα τώρα...
Φαϊ; Πού είναι; Πείνασα.
Πήγε στο χωριό να φέρει και δεν θά΄χει ξύλα να κάψει, ηλίθιοι!
Να κάψουμε το άλογο!
Μίλησε ο έξυπνος! Να καούμε σαν τα ποντίκια!
Όχι καλέ, θα βγούμε πρώτα έξω!
Έλα, να σε δω!
Καλά ντε,  μη σπρώχνεις!
Δεν σπρώχνω!
Γιατί κουνάει;
Σεισμός!
Σεισμός!
Δεν είναι σεισμός! Πήρε μπρος το άλογο!
Κρατήσου, ρε, μην πέφτεις πάνω μου!
Πού πάμε;
Γιατί πάει μπρος πίσω;
Δεξιά αριστερά πάει!
(Γδούπος)
Νάτα, κολλήσαμε πάλι!
(Χτύποι) Ανοίχτεεεεε, ρεεεεεε!
Μας τα ζάλισες!
Ξεκόλλα από πάνω μου!